Ανοίξετε τον Κλήδωνα...

Τα έθιμα του Κλήδωνα πραγματοποιούνταν την παραμονή και ανήμερα του Αγίου Ιωάννη στις 24 Ιουνίου. Οι νέοι μαζεύονταν σε ένα σπίτι το βράδυ για να βάλουν τον Κλήδωνα. Έβαζε ο καθένας μέσα σε ένα κουβέλι* κάποιο κόσμημα και όταν τον άνοιγαν ξεκινούσε η Καλλιόπη το πρώτο τραγούδι στον σκοπό του Κλήδωνα. 

Ανοίξετε τον Κλήδωνα
το χρυσοκλειδωμένο καλέ, το χρυσοκλειδωμένο καλέ
και βγάλτε την αγάπη μου
οπού τη περιμένω καλέ, οπού τη περιμένω καλέ.

Και ύστερα έβγαζαν τυχαία ένα κόσμημα και ο καθένας έπρεπε να βγάλει και να πει κι αυτός ένα τραγούδι.

"Παλιά βάναμε και τον Κλήδωνα, παντού κι εδώ πέρα στω Γαρμπίνηδω πιο πολύ. Ο σκοπός που λέγανε: «Ανοίξετε τον Κλήδωνα το χρυσοκλειδωμένο καλέ, το χρυσοκλειδωμένο καλέ και βγάλτε την αγάπη μου οπού τη περιμένω καλέ, οπού τη περιμένω καλέ.» (τραγουδιστά) και έβγανε το αυτό, τίνος είναι το δαχτυλίδι, της Πιπίνας, του Μιχάλη, αυτός ήτανε ο σκοπός. (Κι έλεγε) ο καθένας ότι εμπόριε να βγάλει. Ο καθενής έβγανε ένα τραγούδι και το ‘λεγε, ήβανε το χέρι τζη η Καλλιόπη ή η προλαλά η Σοφιά, η Τσιτόνα που λέγανε, κι ήβανε το χέρι μέσα το ανηκάτευε κι ήπιανε ένα και το ‘βγανε." είναι τα λόγια της Πιπίνας (Δέσποινα Τσάφου του Μπατιδονικόλα).

"Βάζαμε σ’ ένα βαζάκι και ρίχνανε μέσα οι νεαροί, ρίχναμε μέσα κάτι δικό μας. Και ρίχνανε μέσα ό,τι είχανε, δεν υπήρχαν τότες πολλά πράματα." λέει αντίστοιχα η Στέλλα (του Νικολαΐδη).

Κάποιοι πήγαιναν να φέρουν το αμίλητο νερό. Το έλεγαν αμίλητο γιατί αυτός που το έφερνε δεν έπρεπε να μιλήσει ή να γελάσει, γι' αυτό και πολλοί μαζεύονταν για να τον πειράξουν στην επιστροφή. Με το νερό, αλεύρι και αλάτι έφτιαχναν το αρμυροπιτάρι. Το έψηναν και ύστερα το έτρωγαν αλλά δεν έπρεπε όλο το βράδυ να πιουν νερό ό,τι όνειρο και να 'βλεπε ο καθένας. Μέσα στα όνειρά του, θα έβλεπε ο καθένας αυτόν που θα παντρευτεί. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της Βδοκιάς παρακάτω:

"Πηγαίνανε τρία άτομα, τρεις νεαροί, πηγαίνανε άλλος στα Τσιμάρια για νερό, άλλος στην πηγή στην βρύση κι άλλος στη βρύση του Υστέρνη. Και παίρναν νερά από εκεί, και δεν έπρεπε να μιλήσουνε. Το λένε αμίλητο νερό. Δεν έπρεπε να μιλήσουν ώσπου να το πάνε και πιάνανε και πιάνανε να κάνουν το αρμυροπιτάρι, και με τα τρία νερά αυτά. Το αρμυροπιτάρι, λοιπόν, πως το φτιάχνανε; Κάποια το ζύμωνε έτσι, βάζανε μισό αλεύρι μισό αλάτι, όσο αλεύρι τόσο αλάτι, το ζυμώνανε, μετά το ψήνανε, στο τηγάνι το ψήνανε, δεν ξέρω γιατί δεν έχω δει που το ψήνανε και το τρώγανε και μετά διψούσανε, ξέρεις ε, κι ήτανε να πάει δα ο νεαρός η νεαρή να ξυπνήσουνε." 

Παράλληλα, έκαιγαν και τα στεφάνια, τους Μάηδες μέσα σ' όλο το χωριό.

"Εν τω μεταξύ ώσπου να μεταφέρναν το νερό, καύγανε τσοι Μάηδοι, καύγανε, ρίχναν απάνω ξύλα, όλη νύχτα τσοι πηδούσαν, απάνω στα δώματα, μες στοι δρόμοι. Ήβλεπες τσοι νεαροί, να δεις πως σαρτέρνανε, ξεπερνούσαν τη φωτιά, τα κορίτσα, οι άντρες όλοι όλοι όλοι και οι μεγάλοι αθρώποι. Οι μεγάλοι έτσι μαζευότανε και εκάναν το γλέντι, σχεδόν το κάναν οι μεγάλοι άθρωποι, όχι οι νεαροί, οι μεγάλοι άθρωποι τα κάνανε τα γλέντια αυτά" είναι τα λόγια της Βδοκιάς.

Στιγμιότυπο από το φετινό έθιμο του Κλήδωνα

Μάζευαν, επίσης, ρινόφυλλα* και τα πάστωναν στο αλάτι. Το καθένα συμβόλιζε το όνομα κάποιου. Την επομένη αυτό που θα έβρισκαν να μην είναι μαραμένο, εκείνον θα παντρευόντουσαν. Αντίστοιχα έκαιγαν το λουλούδι απ' τους αδουραγκάθους* και έπρεπε την άλλη μέρα να μην το βρουν ξερό αλλά λουλουδιασμένο για τον ίδιο λόγο.

"Και μετά βάναμε τσοι αδουραγκάθους εκεί για δε στη στέρνα που ‘τονε ο μύλος, να δούμε αν το πρωί ειν’ ανοιχτοί." αναφέρει πάλι η Πιπίνα.

*κουβέλι = πύλινο αγγείο
ρινόφυλλα = φύλλα από την αρσενική συκιά, ερινιά
αδουράγκαθοι = γαϊδουράγκαθα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πέρδικα - Αποκριάτικο Τραγούδι

Τα κάλαντα του Άη-Βασιλιού (Πρωτοχρονιάς)

Κοράσι Ετραγούδησε