Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2020

Τα κάλαντα του Άη-Βασιλιού (Πρωτοχρονιάς)

Εικόνα
Μια βραδιά λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 2019 κάθησα με τον Γιαννιό (Γιάννης Ν. Τσάφος) και μου γνώρισε το χωριό μέσα από τις δικές του αναμνήσεις, μέσα από ιστορίες, μέσα από τραγούδια και κοτσάκια, μέσα και από τα Κάλαντα του Άη-Βασιλιού.  "Αυτά ήταν τα παλιά κάλαντα που 'ξερα"  μου 'χε πει: Η Πηγή του Δανακού τον Γενάρη του 2019                               Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά Ψηλή μου δεντρολιβανιά Κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με άγιο θρόνος Αρχή που βγήκε ο Χριστός άγιος και πνευματικός στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει Αης Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία Κρατά εικόνα και χαρτί χαρτί και καλαμάρι Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε Βασίλη απόθεν έρχεσαι κι απόθεν κατεβαίνεις Από τη μάνα μου έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω και δε σας συντυχαίνω Κάτσε να φας κάτσε να πιεις κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις Εμένα οι δούλιοι μου γονείς τραγούδια δε με ‘μαθα Μόνο με ‘μάθα γράμματα που ‘ν’ του θεού ποιήματα να λέω να πηγαίνω και

Καλά κρασά

Εικόνα
Όλο το χρόνο δουλεύεται το αμπέλι για να έρθει ο Σεπτέμβρης (και ο Οκτώβρης για τα πιο όψιμα) να τρυγήσουμε και να πατήσουμε. Άλλοτε το σκάψιμο, άλλοτε το φύλλισμα, άλλοτε το θειάφισμα, όλα βασικές προϋποθέσεις για να είναι έτοιμα τα σταφύλια για τα  τρυοπάθια*  όπως λέγονται στο χωριό.  Παλιότερα η διαδικασία, παρά τις δυσκολίες, ήταν γιορτή ολόκληρη, κι αυτό γιατί και τα τρυοπάθια όπως και τα λιομαζώματα ή το θέρος ήταν οικογενειακές εργασίες. Όλη η οικογένεια αλλά και κοντινοί φίλοι μαζεύονταν και πηγαίναν γι' αυτές τις δουλειές  " Στα τρυοπάθια ετότες επάενες, ήθε να μου το πεις βέβαια, αύριο μεθαύριο να ‘ρθεις να βοηθήσεις, και εμαζώνουντάνε, ξέρεις πόσα άτομα, και παένανε και μετά πάλι στον άλλο και ήτονε ωραία διασκεδαστικά"  αναφέρει χαρακτηριστικά η Χάλκα (Κατερίνα Τσάφου)   Εν αρχή ην ο τρύγος: Έπαιρναν, λοιπόν, τα πανέρια και τα καλάθια και τρυγούσαν τα αμπέλια. Ύστερα τα έβαζαν να λιαστούν μέχρι να έρθει η μέρα να τα πατήσουν. Το πάτημα, κάποτε ήταν

Σαν πας Μαριώ μου στο νερό

Εικόνα
Στην πλούσια  παράδοση του Δανακού, αξιοσημείωτη και ιδιαίτερη θέση κατέχει η μουσική. Άλλοτε τα κοτσάκια και οι πατινάδες, άλλοτε τα πολλά αποκριάτικα τραγούδι και άλλοτε τα τραγούδια του τραπεζιού, τα καθιστικά όπως λένε. Ένα από αυτά μου τραγούδησε η Στέλλα του Νικολαΐδη όπως το είχε μάθει από τη μάνα της Κυριακή Τσάφου (Μπιού* 1924 ή 1925 - 2013)  " Κι εγώ τα είχα μάθει από τη μάνα μου, ό,τι ήξερε η μάνα μου να μου πει. Σαν πας Μαριώ μου στο νερό που μας έλεγε και το τραγουδούσαμε. Εδώ το τραγουδούσανε. Το λες καθιστικά, είναι τραγούδι του τραπεζιού " Σαν πας Μαριώ μου στο νερό Σαν πας Μαριώ -ρωρωρω- μου στο -ρορορο- νερό στη βρύση θα -ραραρα- σε κα -ραραρα- ρτερώ θα σου τσακί -ριριρι- σω το -ρορορο- σταμνί να πας στη μά -ραραρα- να σου α -ραραρα- δειανή σαν σ’ αρωτη -ρηρηρη- σει η μα -ραραρα- να σου Μαριώ μου που -ρουρουρου- ‘ν’ η στα -ραραρα- μνα σου στη βρύση πα -ραραρα- πα -ραραρα- τησα και το σταμνί -ριριρι- μου τσα -ραραρα- κισα δεν είναι πα -ραραρα-

Ανοίξετε τον Κλήδωνα...

Εικόνα
Τα έθιμα του Κλήδωνα πραγματοποιούνταν την παραμονή και ανήμερα του Αγίου Ιωάννη στις 24 Ιουνίου. Οι νέοι μαζεύονταν σε ένα σπίτι το βράδυ για να βάλουν τον Κλήδωνα. Έβαζε ο καθένας μέσα σε ένα κουβέλι*  κάποιο κόσμημα και όταν τον άνοιγαν ξεκινούσε η Καλλιόπη το πρώτο τραγούδι στον σκοπό του Κλήδωνα.  Ανοίξετε τον Κλήδωνα το χρυσοκλειδωμένο καλέ, το χρυσοκλειδωμένο καλέ και βγάλτε την αγάπη μου οπού τη περιμένω καλέ, οπού τη περιμένω καλέ. Και ύστερα έβγαζαν τυχαία ένα κόσμημα και ο καθένας έπρεπε να βγάλει και να πει κι αυτός ένα τραγούδι. "Παλιά βάναμε και τον Κλήδωνα, παντού κι εδώ πέρα στω Γαρμπίνηδω πιο πολύ. Ο σκοπός που λέγανε: «Ανοίξετε τον Κλήδωνα το χρυσοκλειδωμένο καλέ, το χρυσοκλειδωμένο καλέ και βγάλτε την αγάπη μου οπού τη περιμένω καλέ, οπού τη περιμένω καλέ.» (τραγουδιστά) και έβγανε το αυτό, τίνος είναι το δαχτυλίδι, της Πιπίνας, του Μιχάλη, αυτός ήτανε ο σκοπός. (Κι έλεγε) ο καθένας ότι εμπόριε να βγάλει. Ο καθενής έβγανε ένα τραγούδι και το ‘λεγε, ήβανε το χέρι

To Πλυσταριό του χωριού

Εικόνα
Στο Ρυάκα, κοντά και γύρω από το γεφυράκι είναι το σημείο που αποκαλούμε Πλυσταριό. Εκεί μαζεύονταν παλιά οι γυναίκες του χωριού για να πλύνουν τα ρούχα. Όπως μου ανέφεραν σε μια συζήτηση η Ειρήνη Σοϊλέ (Μπαστουνορήνη) και η Φιλίππα Βάσιλα (του Γιαννίκου) κάποτε το σημείο αυτό ήταν πολύ πιο όμορφο απ' ότι είναι σήμερα. "Ήτανε περιποιημένα, μόνο οι πέτρες εκεί που σαπουνίζαμε. Κι απ’ την κάτω μεριά στο γεφυράκι, πλύναμε κι εκεί. Ήταν μια μεγάλη πέτρα και είχε σα λακουβίτσα στη μέση και πλύνανε κι εκεί. Απ’ την απάνω μεριά, που είναι τα πλυσταριά που έχουν κάνει τώρα ήταν μια πέτρα εκεί κι ήτανε, ξέρεις, έβαζες τα ρούχα τα πολλά μπροστά κι ήβανες τα άλλα. Ήτανε λίγο λοξό, κι είχε μια κατηφοριά και τα ‘πιανες με την κοπανίδα*, και των ήδωνες με την ψυχή σου και τα ξέβγανες μετά εκεί στον τράφο, ήταν άλλη μια στο πεζούλι που είναι το ποτιστικό από πάνω και τα ξεβγάναμε εκεί που ήτρεχε συνέχεια το νερό και τα ξεβγάζαμε εκεί τα ρούχα." Η διαδικασία απλή αλλά συνάμα κουραστική.

Δεν έχει ο Μάης Σάββατα κι ο Αύγουστος Κυριακάδες

Εικόνα
Η κάθε παροιμία που λεγόταν τότε είχε τη σημασία της...  Όπως και όλους τους υπόλοιπους μήνες, έτσι και τον Μάη οι αγροτικές εργασίες δεν σταματούσαν. Φύλλισμα και θειάφισμα στ' αμπέλια, οι βοσκοί τυροκομούνε και οι αγρότες φύτευαν τους καλοκαιρινούς σπόρους. " Την άνοιξη ώσπου να περάσω του Χατζή το μύλο, από 'κει μέχρι που να πάω στη Ροπική, ελιγόνουμου απ' τη μυρωδιά απ' τα δέντρα, απ' τσοι ασπαράρτοι, απ' τη μυρωδιά που είχαν τα λουλούδια. Δηλαδή, με έπιανε κάτι, έτσι σα λυποθυμιά. Τόσο πολύ μυρίζανε, σκέψου τι αναπνέαμε. (...) Ετότε οι αθρώποι δουλεύανε, εθερίζανε, ελωνίζανε, είχαν τ' αμπέλια, έπρεπε να πάνε να θειαφίσουν τ΄ αμπέλια, έπρεπε να πάνε να τα φυλλίσουν, να τα ξεβλαστώσουν, πολλά πράγματα... Αφού ιδίως την άνοιξη που φύτευγαν τ' αμπέλια και θέλανε να τα ξεβλασταρώσουνε και μου 'λέγε η γιαγιά μου “Άκου να σου πω παιδάκι μου, δεν έχει ο Μάης Σάββατα κι ο Αύγουστος Κυριακάδες”, δηλαδή ήπρεπε και τα Σάββατα και οι Κυριακάδες αυτοί οι

Σαν την καλέσει στο χορό της δίνει το μαντήλι...

Εικόνα
...και μες στα μάτια την κοιτά και τρέμουνε τα χείλη"  λέει στους στίχους της η Χαλκορήνη στο τραγούδι "Στο πανηγύρι του χωριού" κι έτσι περιγράφει ακριβώς πως ξεκινούσε ένα ζευγάρι το χορό του και τη σημασία που είχε το μαντήλι. Πήγαινε, λοιπόν, ο χορευτής να ζητήσει από τη χορεύτρα να χορέψουν προσφέροντας της το μαντήλι του. " Ο άντρας το είχε και σηκωνότανε, ήθε να σηκωθεί να τραβήξει το μαντήλι, να προσφερθεί προς την κοπελιά και να πάει η κοπελιά να πιάσει το μαντήλι να χορέψουνε " μας λέει η Ειρήνη Σοϊλέ (Μπαστουνορήνη).  Ύστερα πλήρωνε ο άντρας τα τσαμπουνοντούμπακα (ή τα βιολιά αργότερα) κι έκανε παραγγελιά ποιο σκοπό ήθελε να χορέψουν.  " Σηκωνότανε το ζευγάρι, δε χόρευε κανένας άλλος, μόνο ο άντρας με τη γυναίκα " είναι τα λόγια του Βασίλη Βάσιλα (του Γιαννίκου).  Πάντα ξεκινούσαν με συρτό το χορό τους " Μαντήλι είχανε, μπροστά βαστά ο άντρας και πίσω η γυναίκα...   Πάντα κοιτούσε ο ένας τον άλλον " λέει ο Γιάννης Βάσιλας (Χα

Στο Βαλκανικό Πόλεμο

Εικόνα
Ήταν μέσα Ιουνίου του 1913. Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά (Β' Βαλκανικός Πόλεμος) ήταν από τις πιο φονικές , αλλά και από τις πιο ένδοξες, της Νεώτερης Ελληνικής ιστορίας. "Είδα με τα μάτια μου, δάσκαλέ μου, συνάδελφό μου να πηδά στο βουλγάρικο αμπρί, στο Κιλκίς, και να καρφώνει με τη ξιφολόγχη το Βούλγαρο. Κι ο Βούλγαρος από κάτω να λογχίζει τον δικό μας. Κι ήτανε τρομακτικό το θέαμα. Νεκροί πεσμένοι και οι δυο, αγκαλιασμένοι σχεδόν να κρατούν σφιχτά το όπλο, με το ξίφος μπηγμένο στο κορμί του αντιπάλου ενώ η χλωμάδα του θανάτου δεν είχε σβήσει από τα πρόσωπά τους της ψυχής το βρασμό"* ήταν τα λόγια του Μπατιδογιάννη. Ο Ιωάννης Γεωργίου Τσάφος (Μπατιδογιάννης 1889 - 1η Οκτώβρη 1960) πολέμησε στους δύο Βαλκανικούς πολέμους. Στις μάχες Οστρόβου, Αετορράχης και Ιωαννίνων (Μπιζανίου) στον Α' Βαλκανικό και Κιλκίς-Λαχανά, Κρέσνας-Τζουμαγιάς στον Β' Βαλκανικό. Το Δίπλωμα Απονομής Μεταλλίων προς τον Ιωάννη Τσάφο, με την υπογραφή του Ελ. Βενιζέλου *απόσπασμα α

Το πασχαλιάτικο Πάτουδο

Εικόνα
Το πρωινό της Κυριακής του Πάσχα όλος ο Δανακός μοσχομυρίζει. Από τη μια η Άνοιξη που έχει μπει για τα καλά, έχει ανθίσει και πρασινίσει ο τόπος και από την άλλη, φυσικά, το Πάτουδο . Όλα τα σπίτια ψήνουν το καθιερωμένο πασχαλινό φαγητό που περνά από γενιά σε γενιά αλλά παραμένει το ίδιο νόστιμο. Μια παράδοση που δεν αναβιώνει, δεν αναπαρίσταται, απλά συνεχίζεται και θα συνεχίζεται. Τσοι περασμένοι χρόνοι -όσο υπήρχαν οι ξυλόφουρνοι-, το Πάτουδο  το έφτιαχναν από την προηγούμενη, το Μεγάλο Σαββάτο, και το πήγαιναν στους φούρνους αποβραδίς. Το έπαιρναν το πρωί του Πάσχα, αφού το είχε ψήσει ο ξυλόφουρνος και μαζί με τη μυζήθρα, τα αυγά, τις κουτσούνες*  και το κρασί αποτελούσε το πασχαλινό τραπέζι. Το Πάτουδο είναι γεμιστό ρίφι* και η διαδικασία παρασκευής απλή μα θέλει μεράκι. Χρειάζεται κανείς να έχει μαζέψει άνηθο, μάραθο, δυόσμο, κρεμμύδι φρέσκο και ξερό, σεύκλα*  και κουτσουνάδες*. Αφού αλοιφθεί το ρίφι με λαδολέμενο κι αλατοπίπερο κι όλα τα υλικά ψιλομαγειρευτούν μαζί με

Τα βρακαδίστικα

Εικόνα
Ο Γεώργιος Βασιλείου Χάλκος (Χαλκογιώργης 1897-1969) ήτανε ο τελευταίος βρακάς του χωριού μας. Στο βίντεο  φαίνεται στην αρχή που κάθεται και ύστερα που χορεύει τη βλάχα .  Μπιρίκο Μια ολοκληρωμένη ανδρική ενδυμασία στο Δανακό αποτελούνταν από τη  βράκα,  που έφτανε μέχρι το γόνατο και είχε ένα κορδόνι για να σουρώνει, και το  μπιρίκο , το γιλέκο δηλαδή που δενόταν με κορδόνι στο πλάι. Η βράκα και το μπιρίκο ήταν από δίμιτο ύφασμα σε μπλε σκούρο χρώμα. Σοκουφένιο πουκάμισο Μέσα από το μπιρίκο ο άνδρας φορούσε το πουκάμισο,  σοκουφένιο  στην καθημερινότητα ή λευκό από καμπότο ύφασμα για  σχολιανό* . Τα πουκάμισα συνήθως ήταν με τραχιλιά αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που είχαν γιακά Οι κάλτσες του βρακά ήταν κάποτε τρίχινες (τρίχες κατσίκας) και αργότερα πλεκτές και έφταναν μέχρι κάτω από το γόνατο. Στηρίζονταν με τον καλτσοδέτη, που ήταν φαμένος στον αργαλειό. Τα παπούτσια του, στην καθημερινότητα και στις εργασίες ήταν τα ξώραφα , παπούτσια από δέρμα ζώου με αγριοδέτ

Παιχνιδίσματα...

Εικόνα
"Εδώ θα κάτσει το πουλί, εκεί θα κελαηδήσει,   εδώ θα χτίσει τη φωλιά κι εκεί θα κουτσουλίσει" Είναι μια ανάμνηση από τη γιαγιά μου που μας το έκανε σαν παιχνίδισμα όταν ήμαστε μικρά. Στην πρώτη φράση ακουμπά το μέτωπο, στη δεύτερη τη μύτη, στην τρίτη ανάμεσα στη μύτη και στο στόμα και στην τελευταία στο στόμα.  Άλλοτε πάλι μας μετρούσε από το ένα μέχρι με το δέκα με τον ιδιαίτερο τρόπο που ήξερε. Αυτά τα έμαθε μάλλον από τη λαλά* της τη Σοφιά (Πιτιλοσοφιά ή Τσιτόνα*, περίπου 1880-1970) "Έναμας  δίδυμας  τρίκακας  σούσουρας  πέγκας  λέγκας  σούδι  μούδι  ντάλια  δέκα" Παρακάτω ένας μαχραμάς* που είχε φάνει στην κρεβαταριά* η Πιτιλοσοφιά. μαχραμάς - φαντό περίπου 100 ετών *λαλά = γιαγιά τσιτόνα = γρήγορη, σπιρτόζα μαχραμάς = κουβερτάκι μωρού κρεβαταριά = αργαλειός

Κοράσι Ετραγούδησε

Εικόνα
Η αποκριά τα περασμένα χρόνια στο χωριό ήταν ένα συνεχόμενο γλέντι. Αν τις υπόλοιπες εποχές τα τσαμπουνοντούμπακα ακούγονταν σε γιορτές και Κυριακές, την αποκριά μπορεί να παίζανε και κάθε μέρα. Ο Χαλκογιάννης μάλλον πως δε θα άφηνε τη τσαμπούνα από τα χέρια του. Πολλοί και διαφορετικοί οι αποκριάτικοι σκοποί που παίζονταν στο χωριό, πολλά και τα τραγούδια.  Ένα από αυτά γράφω παρακάτω. Χορευόταν στο βήμα της αργής βλάχας και το τραγουδούσαν όλοι οι χορευτές μαζί. Μου το τραγούδησε η Φιλίππα του Γιαννίκου, την περασμένη αποκριά, όπως το θυμάται να το τραγουδά η Χαλκορήνη. "Τραγουδάγανε όλοι μαζί και χορεύγανε. Όσοι εχορεύγανε, δεν ξέρω κι αυτοί που καθουντάνε γύρω γύρω αν ετραουδούσα όλοι. Και χορεύγανε γιατί ήταν η σιγανή και δεν λαφακιάζανε*." Κοράσι ετραγούδησε Κοράσι ετραγούδησε σε μάρμα -   σε μαρμαρένιο αλώνι και πηρ’ αε – και πήρ’ αέρα στη φωνή τα ρε λα λε λε λα λε και πήρ’ αέρα στη φωνή κι ανέμους - κι ανέμους στο τραγούδι το πήρε και – τ

Ότι να φεμπέσει ο ήλιος...

Εικόνα
Ότι να φεμπέσει ο ήλιος ... Εκείνη την ώρα θα ανεβαίνει και μια νέα ανάρτηση σε αυτό το ιστολόγιο. Καλά, μπορεί ενίοτε και να μην ακολουθώ αυτόν τον κανόνα, αλλά κατά βάση αυτός είναι ο στόχος. Είμαι ο Βασίλης Ι. Τσάφος και ξεκινώ αυτό το ιστολόγιο για να παρουσιάζω που και που κάποια λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία για το χωριό μου, τον Δανακό της νήσου Νάξου. Μεγάλη μου χαρά να με ακολουθήσετε σε αυτό το ταξίδι πίσω στο χρόνο, να μάθουμε μαζί παλιές ιστορίες, να δούμε φωτογραφίες, να θυμηθείτε -εσείς που τις έχετε ζήσει- όμορφες στιγμές. Ίσως να έπρεπε να παραθέσω λίγα λόγια για το χωριό αλλά εύκολα μπορείτε να τα βρείτε  εδώ .  Καλώς ήρθατε! Να έχουμε ένα όμορφο ταξίδι!