Καλά κρασά

Όλο το χρόνο δουλεύεται το αμπέλι για να έρθει ο Σεπτέμβρης (και ο Οκτώβρης για τα πιο όψιμα) να τρυγήσουμε και να πατήσουμε. Άλλοτε το σκάψιμο, άλλοτε το φύλλισμα, άλλοτε το θειάφισμα, όλα βασικές προϋποθέσεις για να είναι έτοιμα τα σταφύλια για τα τρυοπάθια* όπως λέγονται στο χωριό. 

Παλιότερα η διαδικασία, παρά τις δυσκολίες, ήταν γιορτή ολόκληρη, κι αυτό γιατί και τα τρυοπάθια όπως και τα λιομαζώματα ή το θέρος ήταν οικογενειακές εργασίες. Όλη η οικογένεια αλλά και κοντινοί φίλοι μαζεύονταν και πηγαίναν γι' αυτές τις δουλειές 

"Στα τρυοπάθια ετότες επάενες, ήθε να μου το πεις βέβαια, αύριο μεθαύριο να ‘ρθεις να βοηθήσεις, και εμαζώνουντάνε, ξέρεις πόσα άτομα, και παένανε και μετά πάλι στον άλλο και ήτονε ωραία διασκεδαστικά" αναφέρει χαρακτηριστικά η Χάλκα (Κατερίνα Τσάφου)

 

Εν αρχή ην ο τρύγος: Έπαιρναν, λοιπόν, τα πανέρια και τα καλάθια και τρυγούσαν τα αμπέλια. Ύστερα τα έβαζαν να λιαστούν μέχρι να έρθει η μέρα να τα πατήσουν.

Το πάτημα, κάποτε ήταν όντως πάτημα. "Τα ίδια ήτονε, μόνο που, δεν είχανε γαλότσες ετότες να πατούνε, έπρεπε να πλύνεις τα ποδάρια σου να μπεις μέσα να πατείς, αξυπόλυτος και αξεκάλτσωτος και να ‘ν’ και οι μέλισσες ασμάρι μέσα και οι σφήκες" είναι τα λόγια του Μιμίκου (Δημήτρη Τσάφου), που πάντα συνοδεύονται με μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία** από τα παλιά. Και να τρέχει ο γλυκός μούστος από τη ληνό* μέσω της μπρουτσουνάρας* στο πολύμι*. Στο τέλος, μαζεύεται η στροφυλιά* ώστε κι αυτή να αποθηκευτεί για περίπου σαράντα μέρες ώσπου να έρθει η ώρα της ρακής.

Κι ύστερα η μεταφορά του μούστου στην θέση του πια, εκεί που θα πάρει την τελική του μορφή και θα γίνει κρασί, στα ξύλινα βαρέλια και παλαιότερα στις μεθύρες*. Αλλά με προσοχή πως θα φτάσει εκεί: "Τότες είχανε ασκιά, τα τουλούμια, ασκιά τα κάνανε από τράοι, από τραγιά, το δένανε το κρασί, σφιχτά και τα φορτώνανε αλλά θεός φυλάξοι, πέρναν από μέσα σ’ ένα κλαδί κι ήθε να σου τρυπήσει.", μην πάει χαμένη η προσπάθεια, όλος ο κόπος.

Στις μεθύρες πια βάζανε το μούστο και: "Το σκεπάζαν πρόχειρα, βάζαν ένα θύμιο από πάνω ή καμιά αστοιβή, αλλά πιο πολύ θύμιο βάζανε, μέχρι να βράσει. Μόλις τελείωνε η βράση το σκεπάζανε με την πλακάδα* και το χρίζανε* με βουδιά*" θυμάται ο πατέρας μου από τη λαλά του, τη Χαδουσομαριά (Μαρία Τσάφου). Όταν πια ήταν έτοιμο το κρασί, μετά από σαράντα μέρες, τοποθετούσαν μια πέτρα από πάνω, άλλοτε με τρύπα στη μέση (και μια τάπα που έφτιαχναν από πλατανόξυλο) ίσα για να χωρά το σουφούνι*, και για να κλείσει έπαιρναν τη βουδιά και τη χρίζανε, γύρω γύρω από τη μεθύρα, να μη ξεθυμαίνει από πουθενά. Το κρασί αυτό, λοιπόν, ήταν το πρώτο που έμπαινε στο τραπέζι όλη τη χρονιά.

 

Μια πολύ παλιά ληνός κοντά στο Μοναστήρι του Φωτοδότη

*τρυοπάθια = ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών
ληνός = πατητήρι
μπρουτσουνάρα = πέτρα στη ληνό με αυλάκι για να πέφτει ο μούστος στο πολήμι
πολύμι = τεχνιτή λακούβα (περίπου 1 μέτρο βάθος) που έπεφτε ο μούστος κι από εκεί τον μάζευαν για να τον βάλουν στα ασκιά
στροφυλιά = τα πατημένα σταφύλια, από αυτά παράγεται η ρακή 
μεθύρα = μεγάλο πήλινο αγγείο για αποθήκευση (κρασιού, λαδιού και άλλων)
πλακάδα = πέτρα που τοποθετούσαν πάνω στη μεθύρα για να την κλείσουν
χρίζω = σφραγίζω
βουδιά = οι ακαθαρσίες των βοδιών
σουφούνι = πήλινο ειδικό αγγείο για κρασί

 

**Μια ιστορία από παλιά που θυμάται ο Μιμίκος (Δημήτρης Τσάφος του Μπατιδονικόλα) με τον ξάδερφό του Δημήτρη Τσάφο του Μπατιδογιάννη:

                Ήτανε που λες μια χρονιά, τα χρόνια εκείνα που λες, μια δόση. (...) και ήτονε από τσι δυο μπάντες η ληνό εμάτη ίσα μ’ απάνω και μες τη μέση έναν αυλάκι για να μην ανακατώνουνται τα πατημένα από τα απάτητα, αλλά ναι, και πως να τα πατείς; Και μου λέει, δεν έρχεσαι λέει να πατήσεις τα σταφύλια αύριο; Την αυγή, λοιπό, σηκώνομαι και πάω πέρα και κοιμούνταν εκείς χάμε ο συχωρεμένος, λέω "ήντα λες Δημήτρη να μπω μες στη ληνό΄", λέει "άμα θέλεις λέει να μπεις, θέλω", (...)Τέλος πάντω, μπαίνω μέσα. (...)

                Και δώνω κάτω, λοιπόν, απάνω στη Κορακιά και βάνω μια φωνή «Ω Φλώριο» και δώνουν απάνω, τέλος πάντω, νιώθουνε και δώνουν απάνω, ο Φλώριος, ο πάππος σου κι ο Φλωρακοάννης με τσοι γαδάροι, και δώνουν απάνω και φορτώνουνε κι έρχουνται κάτω και κάνουνε δυο δρόμοι ώστι να ξημερώσει. Τον τρίτο δρόμο, κάνει ο θείος σου ο Δημήτρης, λέει «Ήλεα πως θα κάνουμε ακόμα ένα δρόμο να μη μας επάρουνε χαμπάρι οι Δανακιώτες να μη μετρούν τσοι δρόμοι», λέει, του κάνει ο Φλωρακοϊάννης λέει «είναι, πολλοί και θα τσι χάσουσι». Αλλά ήτονε, σκέψου που, εμίσανε δεν ηξέρω πόσα βαρέλια κρασί τη χρονιά κείνη. Και το βράδυ, λοιπό, μαζώχτημα, λοιπό, μες στο μαερειό του πάππου σου, ξέρεις, του Μπατιδοϊάννη και παλιά είχε κάτι μπετόνια σιδερένια με κάτι βουλώματα και το ‘σφιγγες. Ήτονε, λοιπό, εμάτο το μούστο, (…) και πόμεινε, λοιπό, ένα μπετόνι και κάτσαμε λοιπό να φάμε. Κι εκεί που τρώαμε, λοιπό, θωρρούμε το μπετόνι και φουσκώνει. «Σα στρογγυλό είν' καμωμένο το μπετόνι» λέω, λέει «ναι» (με έμφαση) κάνει ο μπάρμπας ο Ιάννης ο συγχωρεμένος, «να το ανοίξουμε γιατί...» , «έλα μα δεν πρόκειται να σπάσουνε αλλά τέλος πάντω» λέω. Και πάει, λοιπό και τ’ ανοίγει και λαβώνει, λοιπό, τα δοκάρια του μαερειού ο μούστος (γέλια), μας ήκανε όλοι, δεν επώμεινε μέσα πιτιλιά.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πέρδικα - Αποκριάτικο Τραγούδι

Τα κάλαντα του Άη-Βασιλιού (Πρωτοχρονιάς)

Κοράσι Ετραγούδησε